ψυχοκλέφτης

ψυχοκλέφτης
ο / ψυχοκλέπτης, ΝΜ
ο κλέφτης ψυχών («ὁ ψυχοκλέπτης, ὁ φθορεύς τῆς καρδίας», Πισιδ. Γ.)
νεοελλ.
διάβολος, σατανάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κλέπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοληστής — ὁ, Μ ψυχοκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + λῃστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”